Διαχείριση Συγκρούσεων στο Ιατρονοσηλευτικό Προσωπικό Παιδιατρικών Τμημάτων

Το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον του νοσοκομείου, που περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, καθώς και το έντονο στρεσογόνο περιβάλλον των οργανισμών υγείας συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία συγκρούσεων. Σκοπός: Ο προσδιορισμός των βασικών αιτιών των συγκρούσεων και η αναγνώριση των στρατηγικών που χρησιμοποιούνται στο εργασιακό περιβάλλον του νοσοκομείου για τη διαχείριση των συγκρούσεων. Υλικό και Μέθοδος: Ο μελετώμενος πληθυσμός αποτελείτο από 180 νοσηλευτές και βοηθούς νοσηλευτών και 106 ιατρούς όλων των ειδικοτήτων από δύο δημόσια παιδιατρικά νοσοκομεία και παιδιατρικά τμήματα από δύο Γενικά Νοσοκομεία της Ελλάδας. Ένα ερωτηματολόγιο, ειδικό για τις συγκρούσεις στα νοσοκομεία, διανεμήθηκε στους επαγγελματίες υγείας και η συμμετοχή στη μελέτη ήταν εθελοντική. Ο στατιστικός έλεγχος x2 χρησιμοποιήθηκε για τη διερεύνηση της ύπαρξης σχέσης μεταξύ ποιοτικών μεταβλητών. Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε ίσο με 0,05. Αποτελέσματα: Το ποσοστό απόκρισης ήταν 66%. Το 37% των συμμετεχόντων ήταν ιατροί, το 47% ήταν νοσηλευτές (πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης) και το 16% ήταν βοηθοί νοσηλευτών. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ανέφερε ότι είχαν συγκρούσεις με συναδέλφους του τμήματός τους, ενώ μόλις το 17% με άτομα από άλλη επαγγελματική ομάδα. Οι ιατροί ανέφεραν περισσότερες συγκρούσεις με συναδέλφους τους (73,3%). Η αποφυγή ήταν η πιο συχνή στρατηγική που χρησιμοποιούσε το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό (61% των ιατρών και 64,2% του νοσηλευτικού προσωπικού), ενώ η αποδοχή αποτελούσε τη λιγότερο χρησιμοποιούμενη στρατηγική (9,5% των ιατρών και 6,7% του νοσηλευτικού προσωπικού). Το 77% του πληθυσμού της μελέτης δεν είχε κάποια επιμόρφωση αναφορικά με τη διαχείριση συγκρούσεων, ενώ μεγαλύτερη επαγγελματική ικανοποίηση δήλωσαν οι επαγγελματίες υγείας που είχαν ενημερωθεί σχετικά. Το 50% του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού θεώρησε ως πηγή συγκρούσεων το να δέχονται εντολές από περισσότερους του ενός προϊσταμένους. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (95,8%) δήλωσε ότι οι θεσμοθετημένοι κανονισμοί δεν καθορίζουν με σαφήνεια τα καθήκοντά τους και δεν τους βοηθούν να τα εκτελέσουν αποδοτικά. Το νοσηλευτικό προσωπικό θεωρούσε σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το ιατρικό προσωπικό ότι τα διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στην επικοινωνία μεταξύ των επαγγελματικών ομάδων (p=0,006). Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (96,3%) δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις αποδοχές που λαμβάνουν σε σχέση με το φόρτο εργασίας τους. Συμπεράσματα: Μείζονες λειτουργικές αλλαγές απαιτούνται όσον αφορά στη διαχείριση και στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, στις πολιτικές παρακίνησης του προσωπικού αλλά και γενικότερα στην οργανωτική δομή και διάρθρωση των νοσοκομείων, με σκοπό την επίλυση των συγκρούσεων στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία.