Κοινωνικοδημογραφικό, Ψυχολογικό και Κλινικό Προφίλ Ελλήνων Ασθενών με Ρευματικές Παθήσεις που Υποβάλλονται σε Θεραπεία στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας

Εισαγωγή: Οι ρευματικές παθήσεις αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ φάσμα νοσηρών καταστάσεων που επηρεάζουν πολλά όργανα και συστήματα και συνήθως έχουν χρόνια πορεία. O αντίκτυπος των ασθενειών αυτών περιλαμβάνει προσωπικά ζητήματα όπως είναι η δυσκολία εκτέλεσης επαγγελματικών ή καθημερινών καθηκόντων, η αβεβαιότητα όσον αφορά στην προσωπική απόδοση, η ψυχολογική δυσφορία, το άγχος και η καταθλιπτική συμπτωματολογία με συνεπακόλουθες συνέπειες στην επαγγελματική, την οικογενειακή και κοινωνική ζωή, ακόμη και στο οικογενειακό εισόδημα. Σκοπός: Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να καταγραφούν τα κοινωνικοδημογραφικό, ψυχολογικό και κλινικό προφίλ των ασθενών με ρευματικά νοσήματα που παρακολουθούνται στα εξωτερικά ιατρεία δημόσιας ρευματολογικής κλινικής στην Αθήνα. Υλικό και Μέθοδος: Έγινε συλλογή των κοινωνικοδημογραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών (φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, θρησκεία, επάγγελμα, εκπαιδευτικό επίπεδο, συννοσηρότητα, πόνος κ.λπ.): (α) από τους ιατρικούς φακέλους των ασθενών, (β) με τη χρήση ειδικού ερωτηματολογίου κατά τη διάρκεια της τακτικής παρακολούθησης των ασθενών κατά τη χρονική περίοδο Ιουλίου 2015 – Ιουλίου 2016. Οι ασθενείς επίσης συμπλήρωσαν τις κλίμακες Zung Self-Rating Depression Scale (SDS) και Anxiety Scale (SAS). Η στατιστική ανάλυση των στοιχείων έγινε με το στατιστικό πακέτο Statistical Package for Social Sciences (SPSS), version 23.0. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες (61,1%) με την ηλικιακή ομάδα των >50 ετών να εμφανίζει αυξημένη συχνότητα (47,22%). Το 46,31% του δείγματος είχε πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ήταν έγγαμοι (55,56%), με πλήρη απασχόληση (66,67%), ενώ το 37,96% δήλωσε ότι είχε εγκαταλείψει την εργασία του λόγω της ασθένειας. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα ήταν η πιο συχνή διάγνωση (45,37%), ακολουθούμενη από την ψωριασική αρθρίτιδα (23,15%), την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (20,37%) και τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (11,11%). Το 68,52% των ασθενών εμφάνιζε ύφεση των συμπτωμάτων της νόσου, ενώ το 53,71% παρουσίασε μέτριο ή σοβαρό πόνο. Σημειώνεται ότι το 28,7% αυτών των ασθενών χρησιμοποιούσε αντικαταθλιπτική ή αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή. To 22,22% γυναικών που πήραν μέρος στη μελέτη είχε βιώσει αποβολή στο παρελθόν. Τα ευρήματα έδειξαν ότι το 44,6% και το 41,5% του δείγματος εμφάνιζαν κάποιον βαθμό κατάθλιψης και άγχους αντίστοιχα. Το ένα τέταρτο αυτών (25%) είχε μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη, ενώ το 21,3% παρουσίασε μέτρια έως σοβαρή αγχώδη διαταραχή. Συμπεράσματα: Δεδομένης της υψηλής συχνότητας των καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών στη μελέτη μας, συνιστάται η έγκαιρη διάγνωσή τους. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη μελέτη αυτή συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των κλινικών, ψυχολογικών και κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών των ασθενών με ρευματικές παθήσεις. Η γνώση αυτή μπορεί να έχει μεγάλη σημασία για την έγκαιρη αναγνώριση των πιθανών παραγόντων κινδύνου και για τον σχεδιασμό των νοσηλευτικών παρεμβάσεων με στόχο τη μείωση των επιπτώσεων της νόσου στη ζωή του ασθενούς, τη μείωση των ψυχικών διαταραχών και τη βελτίωση της ευημερίας των ασθενών με ρευματικά νοσήματα.