Κάπνισμα και Kατανάλωση Oινοπνεύματος σε Προπτυχιακούς Φοιτητές Νοσηλευτικής

Το κάπνισμα και η κατανάλωση οινοπνεύματος αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία του πληθυσμού. Στην Ελλάδα καταγράφονται από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης στην Ευρώπη μεταξύ των εφήβων και του φοιτητικού πληθυσμού, ακόμη και μεταξύ των φοιτητών των σχολών επιστημών υγείας. Σκοπός: Η εκτίμηση της καπνιστικής συνήθειας και της κατανάλωσης οινοπνεύματος σε πρωτοετείς φοιτητές νοσηλευτικής, καθώς και συμπεριφορών που σχετίζονται με τη χρήση τους. Υλικό και Μέθοδος: Η παρούσα συγχρονική μελέτη διεξήχθη σε τέσσερα διαδοχικά ακαδημαϊκά έτη (2009-2012), σε 527 πρωτοετείς φοιτητές/τριες του τμήματος Νοσηλευτικής του ΤΕΙ Κρήτης. Το ποσοστό συμμετοχής στην έρευνα ήταν 97,5%. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ανώνυμο ερωτηματολόγιο 68 ερωτήσεων το οποίο δημιουργήθηκε από την ερευνητική ομάδα έπειτα από εκτενή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Η παρούσα ανάλυση περιλαμβάνει τις 28 ερωτήσεις που σχετίζονται με το κάπνισμα και το αλκοόλ. Οι κατανομές συχνοτήτων για τα περιγραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων, όπως και για την εκτίμηση της καπνιστικής συνήθειας και κατανάλωσης αλκοόλ, ελέχθησαν με τη μέθοδο χ2, ενώ για τις παραμέτρους ηλικία και έτος φοίτησης έγινε έλεγχος χ2 για τάση. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση του προγράμματος IBM-SPSS, έκδοση 19. Αποτελέσματα: Από το σύνολο των 514 πρωτοετών φοιτητριών και φοιτητών (84,8% και 15,2% αντίστοιχα) ηλικιακού εύρους 17-43 ετών, η χρήση καπνού και αλκοόλ αναφέρθηκε από το 32,4% και 82,7%, αντίστοιχα. Παράλληλη χρήση αναφέρθηκε από το 29,6% των κοριτσιών και το 33,3% των αγοριών. Σημαντική διαφορά παρατηρήθηκε μεταξύ του έτους εισαγωγής και του καπνίσματος (p=0,008), χωρίς να ισχύει το ίδιο για τη συχνότητα της χρήσης αλκοόλ (p=0,299). Από τους καπνίζοντες, το 27,2% ξεκίνησε πριν την ηλικία των 16 ετών (16,5±2,1 έτη). Προσπάθεια διακοπής καπνίσματος αναφέρθηκε από το 69,3%, αλλά μόνο το 14,8% κατάφερε να μην καπνίσει ξανά για διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία (92,8%) ανέφεραν ότι δεν θα οδηγούσαν μετά από κατανάλωση οινοπνεύματος, δήλωση που αφορούσε κυρίως στις φοιτήτριες (95,2% έναντι 79,7%, p<0,001). Ο βαθμός συνέργειας της ταυτόχρονης παρουσίας των δυο συνηθειών ήταν μεγαλύτερος κατά 13% (Οbserved/Εxpected ratio=1,13). Συμπεράσματα: Παρατηρείται αυξημένη και ταυτόχρονη κατανάλωση καπνού και οινοπνεύματος σε φοιτητές/τριες νοσηλευτικής. Η εφαρμογή προγραμμάτων αγωγής και προαγωγής της υγείας μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη, όχι μόνο σε μικρότερες ηλικίες αλλά και κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, πριν οι αναφερόμενες συμπεριφορές υιοθετηθούν ως μόνιμες στην μετέπειτα ενήλικη ζωή.