Διαταραχή Επιπέδων ApoA, ApoB, Lp(a) σε Ασθενείς με Κακοήθη Νεοπλάσματα Μαστού κατά τη Διάρκεια της Χημειοθεραπείας
Περίληψη
Εισαγωγή: Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα της δημόσιας υγείας και τον συνηθέστερα απαντώμενο καρκίνο στις γυναίκες. Οι εξελίξεις στη θεραπεία της νόσου επιφέρουν βελτιωμένες εκβάσεις και αυξημένη επιβίωση των ασθενών. Η χημειοθεραπεία παρόλο που είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της επιβίωσης χωρίς νόσο καθώς και της συνολικής επιβίωσης των ασθενών σχετίζεται με μακροχρόνιες παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών νόσων. Οι καρδιαγγειακές νόσοι αποτελούν κοινές επιπλοκές μετά τη χημειοθεραπεία, τόσο λόγω της άμεσης καρδιοτοξικότητας των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων όσο και λόγω της επίδρασης αυτών στα επίπεδα των λιπιδίων. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η παρακολούθηση της μεταβολής της ApoA, ApoB και Lp(a) σε γυναίκες με καρκίνο μαστού κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας. Υλικό και Mέθοδος: Μελετήθηκαν 40 γυναίκες με καρκίνο μαστού με μέση ηλικία 64±13 έτη και μέσο δείκτη μάζας σώματος 30,4±5,6. Πραγματοποιήθηκαν 3 μετρήσεις των ειδικών πρωτεϊνών πριν την έναρξη, κατά την έναρξη και κατά την τελευταία χημειοθεραπεία του πρώτου σχήματος. Για να ελεγχθούν μεταβολές στον χρόνο παρακολούθησης χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διασποράς για επαναλαμβανόμενες μετρήσεις για ποσοτικές μετρήσεις και το Mc Nemar test για ποιοτικές μετρήσεις. Αποτελέσματα: Δεν βρέθηκε σημαντική μεταβολή στην ApoA από την 1η μέτρηση στην 1η και 2η επανεκτίμηση (p>0,05). H ApoB είχε σημαντική αύξηση στην 1η επανεκτίμηση (p=0,020), η οποία παρέμεινε σημαντική και στη 2η επανεκτίμηση (p=0,033). Σχετικά με την Lp(a) από την 1η μέτρηση έως τη 2η επανεκτίμηση υπήρξε στατιστικά σημαντική μέση αύξηση ίση με 16,6 μονάδες (p=0,025). Συμπεράσματα: Στον καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας παρατηρείται στατιστικά σημαντική αύξηση των τιμών της ΑpoB και Lp(a) λιποπρωτεΐνης. Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη παρακολούθησης του λιπιδαιμικού προφίλ των ασθενών με καρκίνο του μαστού προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης παραγόντων κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα.