Δείκτης Μάζας Σώματος Παιδιών 5–18 Ετών σε Σχέση με τις Διατροφικές τους Συνήθειες και την Άσκηση

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η παχυσαρκία σε παιδιά και ενηλίκους αυξάνεται ολοένα και περισσότερο με ανησυχητικό ρυθμό, σε παγκόσμια κλίμακα, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες όχι μόνο στους γονείς αλλά επίσης στους επαγγελματίες υγείας και στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικών αντιμετώπισης όσον αφορά στην πρόληψη. Η χρήση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) για τον ορισμό της παχυσαρκίας έχει πλέον παγκοσμίως εδραιωθεί διότι εφαρμόζεται εύκολα τόσο σε κλινικές συνθήκες όσο και σε επιδημιολογικές μελέτες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εκτίμηση του ΔΜΣ παιδιών και εφήβων ηλικίας 5–18 ετών και η συσχέτισή του με τις διατροφικές τους συνήθειες και τα επίπεδα της σωματικής τους άσκησης. Υλικό και Μέθοδος: Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 504 παιδιά ηλικίας 5–18 ετών από την περιοχή του Πειραιά και της Αθήνας. Η έρευνα εκπονήθηκε στο παιδιατρικό τμήμα του ΠΕΔΥ Πειραιά από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο του 2016. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τη συμπλήρωση ειδικού ερωτηματολογίου που περιελάμβανε τα χαρακτηριστικά των παιδιών και μία κλίμακα εικόνας σώματος η οποία εξετάζει τον βαθμό ικανοποίησης των παιδιών με το σώμα τους. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS έκδοση 21και την εφαρμογή της στατιστικής δοκιμασίας t-test και anova. Ως στατιστικά σημαντικό θεωρήθηκε το επίπεδο σημαντικότητας 5%. Αποτελέσματα: Από τα 504 παιδιά τα 251 (ποσοστό 49,8%) ήταν αγόρια και τα 253 (ποσοστό 50,2%) κορίτσια. Το 33,5% του δείγματος είχε ηλικία 7 έως 9 ετών, το 37,7% ήταν 10 έως 12 και το 28,8% είχε ηλικία 13 έως 18 ετών. Αναφορικά με τον ΔΜΣ το 4,2% του δείγματος ήταν λιποβαρές, το 58,3% είχε κανονικό βάρος, το 29,4% ήταν υπέρβαρο και το 8,2% ήταν παχύσαρκο. Το 82,6% των συμμετεχόντων ζούσε και με τους δύο γονείς ενώ το 17,4% με τον έναν γονέα. Το 68,5% έτρωγε πάντα πρωινό, το 18,2% μερικές φορές και το 13,4% σπάνια. Τα αποτελέσματα επίσης έδειξαν ότι μεγαλύτερο ΔΜΣ είχαν τα παιδιά 13 έως 18 ετών (p=<0,001) με στατιστικά σημαντική διαφορά από την ηλικιακή ομάδα 7–9 ετών και 10–12 ετών, (p=<0,001), αντίστοιχα. Τα παιδιά που ζούσαν με τον έναν γονέα είχαν μεγαλύτερο ΔΜΣ (p=0,006) ενώ δεν παρουσίαζαν σημαντική διαφορά στον λόγο περιφέρειας μέσης/ισχίων. Τα παιδιά που έπαιρναν πάντα πρωινό είχαν μικρότερο ΔΜΣ (p=0,024) όπως και αυτά που δεν κατανάλωναν κανένα γεύμα εκτός σπιτιού (p=0,025). Επίσης βρέθηκε, ότι τα παιδιά που κατανάλωναν κόκκινο κρέας 3-7 φορές την εβδομάδα, ζυμαρικά και αναψυκτικά είχαν μεγαλύτερο ΔΜΣ (p=0,014), (p=0,035), (p=0,035), αντίστοιχα. Τα άτομα τα οποία αφιέρωναν περισσότερες από 5 ώρες για φροντιστήρια ξένων γλωσσών, μουσικής, υπολογιστών και όσα δεν γυμνάζονταν είχαν μεγαλύτερο ΔΜΣ (p=0,001), (p=0,008), αντίστοιχα. Τα παιδιά με υψηλό ΔΜΣ και υψηλό λόγο περιφέρειας μέσης/ισχίων δεν ήταν ικανοποιημένα με την εικόνα του σώματός τους (p=<0,001), (p=<0,001), αντίστοιχα. Αναφορικά με τη γραφική απεικόνιση του σώματός τους τα παιδιά που βαθμολογούσαν το σώμα ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα είχαν μεγαλύτερο ΔΜΣ (p=<0,001) ενώ δεν διέφεραν όσον αφορά στον λόγο περιφέρεια μέσης/ισχίων. Τέλος, βρέθηκε ότι συχνότερα τα άτομα τα οποία κυκλώνουν στο σκίτσο τα απισχνασμένα άτομα έχουν μικρότερο ΔΜΣ (p=<0,001). Συμπεράσματα: Από την παρούσα μελέτη φαίνεται ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με την παιδική παχυσαρκία είναι κοινωνικοδημογραφικοί, όπως η ηλικία του παιδιού, η οικογενειακή κατάσταση, ο ΔΜΣ της μητέρας, η σωματική άσκηση και το είδος των δραστηριοτήτων του. Το αυξανόμενο πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν οι γονείς, τα σχολεία, οι κοινωνικοί φορείς και οι αρμόδιοι για την υγεία επικεντρωθούν στις αιτίες. Σημαντικό είναι οι γονείς να εκπαιδεύουν τα παιδιά στις επιλογές τροφίμων και να τα προτρέπουν σε τακτική σωματική άσκηση.